Ο χορός του Θανάτου (Dance of Death, Danse Macabre) είναι ένα θέμα που αποτυπώθηκε πολλές φορές στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία και στην τέχνη από τον ύστερο Μεσαίωνα. Το –διδακτικό– μήνυμά του, συγκεκριμένο, σαφές: το αναπόφευκτο του θανάτου για όλους, η ματαιότητα των εγκοσμίων, της ανθρώπινης φιλοδοξίας, αυτό δηλαδή που μας διδάσκουν σε διάφορες μορφές, άμεσα ή κεκαλυμμένα, μέσω συμβολισμών, τα memento mori, νεκροκεφαλές, κεριά που τρεμοπαίζουν, κλεψύδρες και άλλα. Κατά την εκκλησιαστική πρακτική της εποχής, στο τέλος του κηρύγματος κάποιοι ιερείς παρουσίαζαν μια νεκροκεφαλή στους πιστούς.
Η υπενθύμιση της θνητότητας, του θανάτου, κοινός τόπος κατά την περίοδο αυτή, εκτός από τυπική θρησκευτική διδαχή και παραίνεση, συνδέεται συχνά με θανατηφόρους κινδύνους και μεταδοτικές ασθένειες. Αλλά και η στάση του δέκατου πέμπτου αιώνα απέναντι στον χορό, που θεωρούνταν ειδωλολατρική πρακτική, εμπεριείχε σοβαρές προειδοποιήσεις για ηθικούς κινδύνους. Αλλοτε, πάλι, ο χορός συνδεόταν με το τραγούδισμα θρησκευτικών ύμνων και τον χορό των αγγέλων και των αγίων στους ουρανούς, αποκτώντας έτσι θετική αξία στη συλλογική συνείδηση.
O Μπερντ Νότκε (Bernt Notke) ζωγράφισε τον χορό του Θανάτου για την εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Ταλίν (πρώην Reval) της Εσθονίας, όπου ένα ξέσπασμα πανώλης χτυπάει κατά τον ύστερο δέκατο πέμπτο αιώνα. Το έργο διασώζεται αποσπασματικά. Υπέστη σημαντικές ζημιές σε αεροπορική επιδρομή το 1944. Στην παρούσα κατάσταση αριθμεί δεκατρείς μορφές μπροστά από ένα χλοερό τοπίο, με γενικές αναφορές σε μια χανσεατική πόλη, νύξη στην επικαιρότητα. Οι μορφές, σε φυσικό μέγεθος, είναι μόνο ένα μέρος από τις περίπου πενήντα που αρχικά εικάζεται ότι συμπεριελάμβανε, όπως και ο προγενέστερος χορός του Θανάτου του Νότκε για την εκκλησία της Παναγίας στο Λούμπεκ (Lübeck) της Γερμανίας, στον οποίο βασίζεται το έργο στο Ταλίν.
Ενας ιερέας στέκεται στα αριστερά της σκηνής πάνω σε άμβωνα. Με το κήρυγμά του απευθύνεται στους νέους και στους ηλικιωμένους, στους πλούσιους και στους φτωχούς. Ενας σκελετός που παίζει γκάιντα στέκεται πλάι του και δίπλα σε αυτόν ένας άλλος σκελετός μεταφέρει ένα φέρετρο πάνω στο κεφάλι του. Ακολουθούν ο Πάπας, ακόμη ένας σκελετός, και ο αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Στη συνέχεια, ο Θάνατος, που φοράει ένα σχισμένο σάβανο, ακουμπά στον ώμο τον αυτοκράτορα και στον αγκώνα την αυτοκράτειρα. Αλλος ένας σκελετός ακολουθεί, οδηγώντας έναν καρδινάλιο, και αμέσως μετά ο Θάνατος και ο βασιλιάς και ακόμη ένας σκελετός. Στη βάση του έργου για την εκκλησία της Παναγίας στο Λούμπεκ υποθέτουμε ότι και στο έργο για την εκκλησία του Αγίου Νικολάου στο Ταλίν, ακολουθούν, μεταξύ άλλων μορφών, ένας τοκογλύφος, ένας έμπορος, ένας αγρότης, ένας γιατρός, μια νέα γυναίκα, ένα παιδί σε κούνια: όλοι, «τα πλάσματα της δημιουργίας», κατά το κήρυγμα του ιερέα που ηγείται της ομήγυρης.
Στους στίχους που βρίσκουμε στο κάτω μέρος της σκηνής, διαβάζουμε στον συνήθη ηθικοπλαστικό τόνο της εποχής ότι «αν κάνουμε καλές πράξεις/μπορούμε να είμαστε μαζί με τον Θεό./ Θα λάβουμε δίκαιη ανταμοιβή». Αυτή είναι η παραίνεση του ιερέα προς όλους, σαν απάντηση στον Θάνατο. Η ευπρεπής, εγκρατής στάση του στην εικόνα εναρμονίζεται με τον ορθό –κατά τις θεολογικές επιταγές– λόγο του.
Οι αναπόφευκτοι συνειρμοί με την απειλή της εποχής μας
Το decorum εξακολουθεί με συνέπεια. Απέναντι στην αγία ηθική του ιερέα, ο διαβολικός Θάνατος, χορογραφημένος, όπως και οι σκελετοί, με υπερβολικές, απρεπείς επομένως, κινήσεις λέει με τη σειρά του: «Καλώ όλους και τον καθένα σε αυτόν τον χορό: τον Πάπα, τον αυτοκράτορα και όλα τα πλάσματα, φτωχά, πλούσια, μεγάλα ή μικρά. Ελάτε μπροστά, ο θρήνος δεν θα βοηθήσει τώρα… πρέπει να χορέψετε στον αυλό μου».
Ετσι ο Θάνατος απευθύνεται στους θνητούς, που με χειρονομίες εκφράζουν την αγωνία τους πάνω από το κείμενο.
Ενας από τους πέντε σκελετούς (σε φυσικό μέγεθος) που εικονίζονται στο έργο του Νότκε.
Κανείς δεν εξαιρείται, ούτε καν ο Πάπας, ακόμη και οι καλές πράξεις οδηγούν τελικά σε αυτόν: «Πάπα, είσαι τώρα στην υψηλότερη θέση, ας σύρουμε τον χορό, εγώ και εσύ! Αν και υπήρξες ο εκπρόσωπος του Θεού, ένας πατέρας στη γη, πήρες τιμή και δόξα από όλους τους ανθρώπους σε αυτόν τον κόσμο, πρέπει να με ακολουθήσεις και να γίνεις ό,τι είμαι». Στον αυτοκράτορα απευθύνεται ως εξής: «Επιλέχθηκες, για να προστατεύεις και να φυλάς την αγία εκκλησία της Χριστιανοσύνης με το σπαθί της Δικαιοσύνης. Ομως, η αλαζονεία σε έχει τυφλώσει».
Κάνοντας ένα άλμα στον χώρο και στον χρόνο, στην Ιταλία του πολυδιαβασμένου «Δεκαήμερου» του Βοκάκιου και του δέκατου τέταρτου αιώνα, διαβάζουμε: «Χίλια τριακόσια σαράντα οκτώ χρόνια πέρασαν από την ενσάρκωση του Υιού του Θεού, όταν η ευγενής πόλη της Φλωρεντίας… χτυπήθηκε από τη θανατηφόρο πανώλη. Κάποιοι λένε ότι (η αρρώστια) επισκέφθηκε την ανθρωπότητα μέσα από την επιρροή των ουράνιων σωμάτων, άλλοι, ότι ήταν η τιμωρία του Θεού που δικαιολογημένα θύμωσε με τον άνομο τρόπο ζωής μας. Αλλά, όποια και αν είναι η αιτία, (η πανώλη) γεννήθηκε στην Ανατολή πριν από μερικά χρόνια, όπου πήρε αμέτρητες ζωές, πριν φτάσει στη Δύση, όπου η δύναμή της μεγάλωσε, καθώς εξαπλωνόταν αμείλικτα από τον έναν τόπο στον άλλο… Αλλά αυτό που έκανε την πανώλη πιο σοβαρή ήταν το γεγονός ότι όποτε αυτοί που νοσούσαν έρχονταν σε επαφή με τους υγιείς, τους επετίθετο με την ταχύτητα της φωτιάς που τρέχει… όχι μόνο μόλυνε τους υγιείς που συναναστρέφονταν με οποιονδήποτε τρόπο τους ασθενείς, αλλά μεταφερόταν και μέσω των ρούχων και των αντικειμένων που άγγιζαν οι ασθενείς».
Η λογοτεχνία και η τέχνη την περίοδο αυτήν απηχούν τις κρατούσες θεολογικές αντιλήψεις και τις κρατούσες συνθήκες, μία ακόμη επίθεση της πανώλης εν προκειμένω.
Το βασικό μήνυμα
Το αναπόφευκτο του θανάτου, φόβος και βεβαιότητα για τον δέκατο πέμπτο αιώνα, και κοινός τόπος στην τέχνη του, συχνά συνδεδεμένος με την απειλητική νόσο, δημιουργεί αναπόφευκτους συνειρμούς για τη δική μας εποχή, τη δική μας απειλή. Καθώς οι αριθμοί των κρουσμάτων του δικού μας κορωνοϊού αυξάνονται, καθώς η νόσος εξαπλώνεται, παντού, καθώς απειλεί όλους, όχι μόνον τις ευπαθείς ομάδες, το «όλα τα πλάσματα» του κηρύγματος του ιερέα και του Θανάτου στο έργο του Νότκε αποκτά ανεπιθύμητη επικαιρότητα. Μακριά από εκκλησιαστικές διδαχές, από τιμωρητικά κηρύγματα, ή από τις σύγχρονες συνωμοσιολογικές θεωρίες, η επιστημονική ετυμηγορία μοιάζει να συναινεί με το βασικό μήνυμα του χορού του Θανάτου. Είμαστε όλοι ευάλωτοι, δυνητικά θύματα, όπως ο Πάπας και ο τοκογλύφος, η αυτοκράτειρα και το παιδί στην κούνια. Είμαστε μαζί όλοι, στην ίδια ευθεία, από όπου και αν προερχόμαστε, όπως οι μορφές του Νότκε, παρατεταγμένες, η μία πλάι στην άλλη.
* Η κ. Ναυσικά Λιτσαρδοπούλου είναι επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Θεωρίας και Ιστορίας της Τέχνης της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών. Το βιβλίο της «Τα συναισθήματα και το υψηλό. Η αντίληψη της έκφρασής τους στην ιστορική ζωγραφική του Rembrandt» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ευρασία.
Source link