Το βαρύ –πολιτικά και στρατιωτικά– πλήγμα αποτελούσε άμεση απάντηση στην επίσκεψη του Τούρκου υπουργού Αμυνας Χουλουσί Ακάρ (αριστερά) στην Τρίπολη, όπου συναντήθηκε με τον Φαγέζ αλ Σαράζ (δεξιά) (Φωτ. REUTERS) .
Από το πρωί της περασμένης Κυριακής, τα διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία μετέδιδαν ρεπορτάζ και φωτογραφίες από την Τρίπολη, όπου στρατεύματα της κυβέρνησης Σαράζ ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν για τη νέα γραμμή του μετώπου με τελικό στόχο τη Σύρτη και την Αλ Τζούφρα. Οι δύο στρατηγικής σημασίας πόλεις στο κέντρο της Λιβύης εξακολουθούν να βρίσκονται υπό τον έλεγχο του στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ, που υποστηρίζεται από Αίγυπτο, Εμιράτα και Ρωσία. Λίγες ώρες αργότερα, το γραφείο Επικοινωνίας της τουρκικής προεδρίας ανέφερε, μέσω Twitter, ότι η Αγκυρα θα υποστηρίξει ενεργά τις δυνάμεις του Σαράζ σε αυτό που προδιαγράφεται ως η «μητέρα όλων των μαχών» στον λιβυκό εμφύλιο: η άλωση της Σύρτης θα στερήσει από την ανατολική Λιβύη του Χαφτάρ τον έλεγχο πολύτιμων κοιτασμάτων, αγωγών και τερματικών σταθμών πετρελαίου, ενώ η απώλεια της αεροπορικής βάσης της Αλ Τζούφρα, όπου σταθμεύουν και ρωσικά μαχητικά αεροσκάφη, θα της αφαιρέσει την από αέρος κυριαρχία στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας.
Ωστόσο, η ρητορική επίδειξη ισχύος του Ερντογάν δεν υποστηριζόταν από τις εξελίξεις επί του εδάφους, αντίθετα ηχούσε ως σπασμωδική αντίδραση σε αυτές. Τη νύχτα του Σαββάτου προς Κυριακή, μαχητικά αεροσκάφη άγνωστης προέλευσης έπληξαν την αεροπορική βάση της Αλ Ουατίγια, περίπου 140 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Τρίπολης, καταστρέφοντας πυραύλους και ραντάρ του αντιαεροπορικού συστήματος Sungur που εγκατέστησαν εκεί οι Τούρκοι ύστερα από την εκδίωξη των δυνάμεων του Χαφτάρ από τη βάση, τον περασμένο Μάιο. Τις προηγούμενες ημέρες, Τούρκοι αξιωματούχοι είχαν επιβεβαιώσει τις προθέσεις της Αγκυρας να δημιουργήσει μόνιμη βάση στην Αλ Ουατίγια, όπως και στη Μισράτα.
Το βαρύ –πολιτικά και στρατιωτικά– πλήγμα αποτελούσε άμεση απάντηση στην επίσκεψη του Τούρκου υπουργού Αμυνας Χουλουσί Ακάρ και του αρχηγού του γενικού επιτελείου, Γιασάρ Γκιουλέρ, στην Τρίπολη, λίγες ώρες νωρίτερα. Το περίεργο είναι ότι, μία εβδομάδα μετά την επίθεση, κανένα κράτος και καμία εμπόλεμη δύναμη δεν είχε αναλάβει την ευθύνη. Αλλά ούτε η Αγκυρα, που λογικά πρέπει να έχει μια ιδέα για τον δράστη ή τους δράστες, δεν τόλμησε να τους κατονομάσει. Με μεγάλη καθυστέρηση, ο Ιμπραήμ Καλίν, σύμβουλος και εκπρόσωπος Τύπου του Ερντογάν, έριξε την περασμένη Τετάρτη την ευθύνη στον Λιβυκό Εθνικό Στρατό (LNA) του Χαλίφα Χαφτάρ. Ωστόσο, ο LNA διαθέτει μόνο λίγα Mig-23 και L-39, επομένως δεν ήταν σε θέση να εξαπολύσει τέτοιας ακρίβειας πλήγμα, γύρω στα 700 χιλιόμετρα μακριά από τις κοντινότερες βάσεις του.
Ποιος βρίσκεται πίσω από το χτύπημα;
Τα σενάρια σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ιστοσελίδες της Ευρώπης και του αραβικού κόσμου για το ποιος βρίσκεται πίσω από το χτύπημα οργιάζουν. Ο πρόεδρος της Αιγύπτου, Αμπντελφατάχ αλ Σίσι, είχε προειδοποιήσει από καιρό τον Σαράζ και την Αγκυρα ότι ο άξονας Σύρτη – Αλ Τζούφρα είναι «κόκκινη γραμμή» για τη χώρα του. Η αιγυπτιακή αεροπορία, με τα Rafale, τα Mirage-2000 και τα F-16 που διαθέτει, θα μπορούσε θεωρητικά να πραγματοποιήσει το πλήγμα – ενδεχομένως με τη βοήθεια σκαφών ανεφοδιασμού είτε των Εμιράτων είτε της Γαλλίας. Είναι αμφίβολο όμως κατά πόσον το παραδοσιακά συντηρητικό πολιτικοστρατιωτικό κατεστημένο της Αιγύπτου θα διακινδύνευε, σε αυτήν τη φάση, μια μετωπική ρήξη με την Τουρκία.
Ακόμη περισσότερο εύκολη, από στρατιωτικής πλευράς, θα ήταν η επιχείρηση για τη Ρωσία, η οποία, εάν πιστέψουμε σχετικό ρεπορτάζ της Washington Post (που δεν διαψεύστηκε) έχει μεταφέρει μαχητικά αεροσκάφη Su-24 και Mig-29 στην Αλ Τζούφρα. Και πάλι, όμως, δυσκολεύεται κανείς να πιστέψει ότι ο Βλαντιμίρ Πούτιν θα διακινδύνευε, επί του παρόντος, μια ρήξη με την Τουρκία, η οποία, όσες δυσκολίες και αν του προκαλεί σε Συρία και Λιβύη, δεν παύει να βάζει μια όλο και πιο απειλητική σφήνα στην καρδιά του ΝΑΤΟ – χθες με τους S-400, σήμερα με τη μετωπική σύγκρουσή της με τη Γαλλία, που οδήγησε τον Εμανουέλ Μακρόν να αποσύρει τη χώρα του από τη νατοϊκή επιχείρηση «Sea Guardian».
Οσο για τη Γαλλία, ναι μεν έχει κάθε λόγο να επιχαίρει για το πλήγμα που έκοψε τον αέρα της Τουρκίας σε μια ζώνη ζωτικών γαλλικών συμφερόντων, αλλά πολύ δύσκολα θα άνοιγε πυρ, χωρίς να έχει απειληθεί άμεσα η ίδια, εναντίον μιας άλλης χώρας-μέλους του ΝΑΤΟ. Το πολύ που θα μπορούσε να φανταστεί κανείς είναι κάποιου είδους λογιστική βοήθεια της Γαλλίας στον δράστη της επίθεσης.
Διά της εις άτοπον απαγωγής, αρκετοί αναλυτές κλίνουν στην εκδοχή να οργανώθηκε η επίθεση από τα Εμιράτα, από τους πιο σφοδρούς αντιπάλους του Σαράζ, του Ερντογάν και των Αδελφών Μουσουλμάνων. Η πλούσια χώρα του Κόλπου διαθέτει την αεροπορική βάση του Αλ Χαντίμ, έξω από τη Βεγγάζη, όπου σταθμεύουν Mirage-2000, ενώ έχει μεταφέρει και άλλα Mirage στην αιγυπτιακή βάση του Σίντι Μπαράνι. Επιπλέον, διαθέτει πυραύλους ακριβείας και δυνατότητες ανεφοδιασμού των αεροπλάνων της εν πτήσει, ενώ δεν έχει λόγους να ανησυχεί ιδιαίτερα για αντίποινα στο έδαφός της.
Σε κάθε περίπτωση, το πλήγμα στην Αλ Ουατίγια έδειξε τα όρια του τουρκικού επεκτατισμού στη Λιβύη και στην ευρύτερη περιοχή. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση, το 60% των Τούρκων επικροτεί τη λιβυκή εκστρατεία του Ερντογάν, παρότι η προσωπική του δημοφιλία έχει κατρακυλήσει στο 25%.
Πρωτοβουλίες στο παρά πέντε
Ο Ερντογάν μπορεί να είναι μεγαλομανής, αλλά δεν είναι, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, τυχοδιώκτης. Απέναντι σε έναν τόσο ισχυρό συνασπισμό δυνάμεων που συγκλίνουν εναντίον του στη Λιβύη, είναι πιθανό να υποχρεωθεί σε κάποιου είδους συμβιβασμό. Ηδη ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ ανακοίνωσε ότι η χώρα του αναπτύσσει πρωτοβουλία για άμεση συμφωνία κατάπαυσης του πυρός και ότι αναμένει θετική απόκριση από την Αγκυρα. Στη διευρυμένη συνεδρίαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ την περασμένη Τετάρτη, όπου συμμετείχε και η Ελλάδα, ο προεδρεύων Γερμανός υπουργός Εξωτερικών Χάικο Μάας πρότεινε άμεση εκεχειρία και ανακήρυξη του άξονα Σύρτης – Αλ Τζούφρα σε αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη. Απομένει να δούμε αν η Τουρκία και οι σύμμαχοί της στη Λιβύη θα αποδεχθούν μια τέτοια, προσωρινή λύση. Οι τελευταίες ενδείξεις δεν ήταν ενθαρρυντικές. Ο εκπρόσωπος Τύπου της τουρκικής προεδρίας, Ιμπραχήμ Καλίν, δήλωσε ότι οι διαπραγματεύσεις μπορούν να αρχίσουν μόνο μετά την κατάληψη της Σύρτης και της Αλ Τζούφρα από το στρατόπεδο Φαράζ.
Source link