Τους τέσσερις χαρακτήρες του έργου ερμήνευσαν ο καλός Βαγγέλης Παπαδάκης (φωτ.), οι νεαροί ηθοποιοί Χρήστος Κίτσιος και Εμμανουέλλα Κοντογιώργου-Οικονόμου και η καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, και ενίοτε περφόρμερ, Μυρτώ Ρήγου.

«Μεταγωγή» είναι ο τίτλος του τελευταίου, ως προς τη σειρά έκδοσής του, θεατρικού έργου του Γιώργου Βέλτσου (εκδ. Σοκόλη 2020). Διόλου τυχαία η λέξη (που σημαίνει: μεταφορά από τον ένα τόπο στον άλλο και δη κρατουμένων από έναν τόπο κράτησης σε άλλον) συναντάται ήδη στην πρώτη σελίδα του πρώτου θεατρικού του, «Camera degli Sposi» (1993). Ευλόγως σκέφτεται κανείς ότι τα δύο έργα είναι απομακρυσμένα σημεία στην περιφέρεια του ίδιου κύκλου, προϊόντα της ίδιας Ανάγκης, μιας ακατανίκητης και πολυδιάστατης δύναμης που οδηγεί τον συγγραφέα σε νέες συνθέσεις με ήδη χρησιμοποιημένες αλλά πάντα πολύτιμες πρώτες ύλες.

Κι ενώ η γραφή αναδεικνύεται για τον Βέλτσο βασική «θεραπευτική αγωγή» (για να μπορεί να διανύει την απόσταση μεταξύ του είναι και του ειδέναι και αντιστρόφως χωρίς άλλο βαρύ τίμημα), μεταφερμένη στη σκηνή προκαλεί αντίθετες αντιδράσεις: κατά τη διάρκεια της παράστασης ακυρώνονται οι βεβαιότητες και οι προσδοκίες των θεατών που δεν είναι εξοικειωμένοι με μη συμβατικές εκδοχές θεατρικής πρόζας. Στη μεταγωγή που αποτελεί η παράσταση κάθε έργου του (σ’ έναν τόπο/χρόνο όπου συμβαίνει η «συνεχής αθέτηση των όρων και των νόμων του είδους του λόγου», σημειώνει ο ίδιος), η ερμηνεία είναι πάντα προσωπική και η συμμετοχή του κοινού αφορά στο μόνο εφικτό, την παρανάγνωση και την παρανόηση. Σε αυτήν την απαιτητική όσο κι ενδιαφέρουσα διαδικασία, ο ανέτοιμος θεατής γρήγορα εγκαταλείπει την προσπάθεια να παρακολουθήσει αυτό που μοιάζει με σκηνικό στριπτίζ του διανοούμενου συγγραφέα.

Ο Μαρμαρινός ανέβασε το «Camera degli Sposi» του Βέλτσου στο υπόγειο Ιλίσια Στούντιο το 1993-4, ένα εξαιρετικό έργο για τον Ερωτα και την Επιθυμία, τη Γλώσσα στις διαφορετικές εκδοχές της, το Εργο Τέχνης που «διαφθείρει» τον Χρόνο με τις αλλεπάλληλες προβολές σε κόσμους ξένους και μελλοντικούς αυτού που το γέννησε, για ένα πλήθος ιδεών από τα πεδία της φιλοσοφίας, της ψυχανάλυσης, της γλωσσολογίας και της αποδόμησης, των μοντέρνων και μετα-μοντέρνων λογοτεχνικών θεωριών. Με αφορμή την παράσταση έγραψαν κείμενα για το έργο o Mάριος Μαρκίδης, ο Σάββας Μιχαήλ, η Πέπη Ρηγοπούλου («Tέσσερα κείμενα για την “Camera degli Sposi”», εκδ. Πλέθρον, 1994) και ο Ζακ Ντεριντά, όταν εκδόθηκε η γαλλική απόδοσή του (μτφρ. Λευκής Μολφέση και Κατρίν Κολέτ, εκδ.  Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών, 2000).

Την ίδια εποχή ο Γ. Βέλτσος εξέδωσε το βιβλίο του «Autodafe» (εκδ. Πλέθρον 1993), τρία κείμενα για την πολλαπλότητα, το αθεμελίωτο, την παρανόηση, την παρανάγνωση και την παρατυπία. Θέλω να πω κάτι συνέβαινε τη δεκαετία του ’90, μια αντικομφορμιστική εγρήγορση σε διαφορετικούς κλάδους της θεωρίας και της καλλιτεχνικής πράξης σε άμεση ανταπόκριση με τη σκέψη των πλέον σημαντικών Ευρωπαίων διανοητών της εποχής. Φέτος, που τη «Μεταγωγή» του Βέλτσου ανέβασε στο θέατρο Αργώ η Χρύσα Καψούλη, δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ τι απέγιναν η δυναμική και οι σκηνικές προτάσεις εκείνης της εποχής στο σημερινό ελληνικό θέατρο.

Υπάρχουν δύο λόγοι που κατά τη γνώμη μου δεν ευνόησαν τη «Μεταγωγή» να βρει το κοινό της. Είναι τέτοιο το πλήθος μικρών παραγωγών στον αθηναϊκό θεατρικό χάρτη, που πολλές φορές δεν φτάνει καν η πληροφορία στους δυνάμει θεατές τους. Αν δεν υπάρχουν γνωστοί πρωταγωνιστές, σκηνοθέτες-«σταρ», αν το έργο δεν είναι γνωστό «κλασικό», έστω και λοξά σκηνοθετημένο κι η σκηνοθεσία δεν ποντάρει σε κάποιο προκλητικό εύρημα, πώς να είναι αποτελεσματική η προβολή της παράστασης; Αν τώρα ο συγγραφέας είναι ένας αιρετικός του Λόγου όπως ο Βέλτσος, η σκηνοθέτις δεν ανήκει στους «αγαπημένους» των μίντια και τα τέσσερα πρόσωπα του έργου ερμηνεύουν οι νεαροί ηθοποιοί Χρήστος Κίτσιος και Εμμανουέλα Κοντογιώργου-Οικονόμου, ο καλός Βαγγέλης Παπαδάκης και η καθηγήτρια στο τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του  ΕΚΠΑ, και ενίοτε περφόρμερ, Μυρτώ Ρήγου, τι ελπίδες έχει να προκαλέσει ενδιαφέρον και αντιδράσεις στην υπερκορεσμένη θεατρική αγορά;

Επιπλέον, η τρέχουσα κοινωνικοπολιτική συνθήκη πόσο δικαιολογούσε την επιλογή ενός πολιτικού έργου για την έκπτωση της ριζοσπαστικής επαναστατικής ιδεολογίας, όπως τουλάχιστον αποδίδεται στους διαλόγους ενός ζευγαριού καθ’ ολοκληρίαν ηττημένων μεσήλικων, που πίστεψαν κάποτε ότι μπορεί ν’ αλλάξουν τον κόσμο και σήμερα βρίσκονται αυτο-έγκλειστοι στο σπίτι-φυλακή τους; Η πολιτική ματαίωσή τους σαφώς διαχέεται και στην προσωπική σχέση τους. Η εμφάνιση δύο νεαρών αντιεξουσιαστών και η ανάδευση των ιδεών που είχαν κινήσει την πρώτη νιότη τους δεν αλλάζει κάτι, αφού ούτε στο παρελθόν τους πιστεύουν πια, ούτε και στο παρόν, στοιχειωμένο καθώς είναι από ιδεολογικά φαντάσματα και επιθυμίες-βρικόλακες.

Το θέατρο του Γιώργου Βέλτσου («Η Αναγγελία», «Τα χώματα», «Η Φωνή», «Αυτοκρατορία», «Σχέδιο για Ηλέκτρα – Ιφιγένεια», «Μάγκντα Γκαίμπελς», «Θάλαμος» κ.ά.) κατέχει διακριτή θέση στο σώμα της σύγχρονης ελληνικής θεατρικής γραφής. Είναι θέατρο λόγου, με πλούσιες αναφορές και ευρύτατο διακείμενο, που ασκεί τη σκέψη του θεατή/αναγνώστη και προσφέρει γενναιόδωρα υλικό για περαιτέρω αναζήτηση σε βιβλία και έργα τέχνης. Μέσα στη μιντιακή κόλαση για την επιδημία του κορωνοϊού, με αφορμή τη «Μεταγωγή» χάθηκα σε βιβλία αγαπημένα, από Χειμωνά και Σάββα Μιχαήλ έως Μπροντιγιάρ, και από Πόε και Στρίντμπεργκ έως Ντεριντά. Φαίνεται, όμως, πως το εύρος των γνώσεων που προϋποθέτει το ανέβασμά τους και η πρόσληψή τους (σε δεύτερη φάση) παραλύει τους νεότερους σκηνοθέτες και ηθοποιούς να τολμήσουν να καταπιαστούν μαζί τους. Μέχρι να εμφανιστεί ένας Μαρμαρινός της νεότερης γενιάς, θα τολμούσα να πω ότι τα «αυτοβιογραφικά» και αντι-διαλεκτικά (με την έννοια της παραδοχής ότι δεν υπάρχει μία Αλήθεια στην οποία να αποβλέπει η τέχνη του διαλόγου) θεατρικά του Βέλτσου αποτελούν δείγματα υψηλής λογοτεχνίας που υπεξαιρούν θεατρικές μορφές. Αλλωστε, όλα τα σπουδαία έργα δεν διατηρούν την αξία τους και εκτός σκηνής, ως αναγνώσματα; 

!function(f,b,e,v,n,t,s){if(f.fbq)return;n=f.fbq=function(){n.callMethod? n.callMethod.apply(n,arguments):n.queue.push(arguments)};if(!f._fbq)f._fbq=n; n.push=n;n.loaded=!0;n.version=’2.0′;n.queue=[];t=b.createElement(e);t.async=!0; t.src=v;s=b.getElementsByTagName(e)[0];s.parentNode.insertBefore(t,s)}(window, document,’script’,’//connect.facebook.net/en_US/fbevents.js’); fbq(‘init’, ‘109138906120213’); fbq(‘track’, “PageView”);(function(d, s, id) { var js, fjs = d.getElementsByTagName(s)[0]; if (d.getElementById(id)) return; js = d.createElement(s); js.id = id; js.src = “https://connect.facebook.net/el_GR/sdk.js#xfbml=1&version=v2.5”; fjs.parentNode.insertBefore(js, fjs); }(document, ‘script’, ‘facebook-jssdk’));

Source link

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *