Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας που πλησιάζει πλέον στο τέλος της, ελάχιστες κοινωνικές αντιλήψεις άλλαξαν τόσο δραματικά όσο η στάση μας απέναντι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Είναι σχεδόν αδύνατο να πιστέψει κανείς πως το 2010, το Twitter και το Facebook εκθειάζονταν ως προπύργια της ελευθερίας της έκφρασης και του εκδημοκρατισμού. Οι αποκαλύψεις του Κρίστοφερ Γουάιλι για τη σκανδαλώδη υπόθεση της Cambridge Analytica έχουν πλέον διαλύσει κάθε τέτοια ψευδαίσθηση: οι εταιρείες των social media παρέχουν κατά κόρον τα δεδομένα των χρηστών τους σε δεκάδες φορείς, παραβιάζοντας την ιδιωτικότητά τους και θέτοντας σε κίνδυνο τις δημοκρατικές διαδικασίες και τον υγιή δημόσιο διάλογο. «Το Facebook δεν ενδιαφέρεται καθόλου για την παγκόσμια κοινωνία και για τις αξίες της δημοκρατίας, μην ακούτε τις εκ των υστέρων δηλώσεις μετάνοιας του Μαρκ Ζούκερμπεργκ», είχε δηλώσει τον Μάρτιο ο Γουάιλι, σε αποκλειστική συνέντευξή του στην «Κ», προσθέτοντας πως η εταιρεία είχε απειλήσει σοβαρά τον ίδιο, προτού προβεί στις συνταρακτικές αποκαλύψεις του. «Ενδιαφέρεται μόνο για την αξία των μετοχών του και την εικόνα της εταιρείας», είχε συμπληρώσει με ανησυχία.
Παρότι ελάχιστοι πλέον διατηρούν την αφέλειά τους όσον αφορά το ζήτημα της εμπιστοσύνης στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, οι περισσότεροι χρήστες διστάζουν παράλληλα να απομακρυνθούν από αυτές. Η καμπάνια #DeleteFacebook που υιοθέτησε ο ιδρυτής του WhatsApp, Μπράιαν Ακτον, τον Μάρτιο του 2018, απέκτησε μεν μια κάποια δυναμική, ωστόσο δεν κατάφερε να αποτρέψει τους 2,5 δισ. χρήστες από το να χρησιμοποιούν καθημερινά την πλατφόρμα του Ζούκερμπεργκ. Παρά τα φανερά προβλήματά τους, τα social media φαίνεται πως αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι του σύγχρονου τρόπου ζωής, καλύπτοντας την ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία, ενημέρωση και ψυχαγωγία. Ο άνθρωπος, άλλωστε, είναι κατά βάση κοινωνικό ον – και η σύγχρονη κοινωνικοποίηση συμβαίνει κατεξοχήν διαδικτυακά.
Μια λύση στον μονόδρομο του Facebook, του Twitter και του Instagram φιλοδοξούν να δώσουν μία σειρά από «εναλλακτικά social media» – καινοτόμες πρωτοβουλίες, οι οποίες συνδυάζουν την ανάγκη της ψηφιακής κοινωνικοποίησης με την προστασία της ιδιωτικότητας. Μία από τις πιο συναρπαστικές νέες εφαρμογές, μάλιστα, παίρνει αυτή τη στιγμή σάρκα και οστά στην Ελλάδα. Πρόκειται για το πολλά υποσχόμενο Joyn, ένα «social media με συνείδηση και μια απάντηση στα σκάνδαλα που μαστίζουν το Facebook, το Twitter και το Instagram», σύμφωνα με τον Ελληνοβρετανό ιδρυτή του, Γιάννη Τσοπάνη. Η πλατφόρμα, η οποία σχεδιάστηκε τον Ιούνιο του 2019 και βρίσκεται σήμερα σε φάση ανάπτυξης, βασίζεται σε μια πραγματικά καινοτόμο φιλοσοφία: τοποθετεί τον χρήστη στο επίκεντρο της επιλογής του περιεχομένου που επιθυμεί να συναντά διαδικτυακά, όσο και της διαχείρισης των προσωπικών του δεδομένων.
Το Joyn διαχωρίζει το διαδικτυακό του περιεχόμενο σε έξι κατηγορίες: ενημέρωση και πολιτική, προϊόντα και επιχειρήσεις, περιεχόμενο των δημοσίων προσώπων και των influencers, ακτιβισμός και καμπάνιες φιλανθρωπίας, ψυχαγωγία και, τέλος, τοπικές επιχειρήσεις.
«Ας αρχίσουμε από τα βασικά: το Facebook έσβησε μέσα στο 2019 περισσότερα ψεύτικα προφίλ από το σύνολο των αληθινών του χρηστών», αναφέρει στην «Κ» ο Τσοπάνης, με τη χειμαρρώδη ενέργεια που τον χαρακτηρίζει. Πράγματι, το ζήτημα των ψεύτικων χρηστών και των αυτόματων bots συνεχίζει να είναι εξαιρετικά σημαντικό και η απάντηση του Joyn έρχεται με τη μορφή έξυπνων συνεργασιών. Εχοντας ήδη συνάψει συμφωνίες με εταιρείες διαδικτυακής επικύρωσης, όπως η SecureKey, η YOTI και η rapidID, η πλατφόρμα απαιτεί από τους χρήστες να επιβεβαιώσουν την ταυτότητά τους για να συμμετάσχουν. «Σεβόμαστε, ωστόσο, την επιλογή του να μη θέλει κάποιος να ταυτοποιηθεί», προσθέτει ο νεαρός ιδρυτής του Joyn, συμπληρώνοντας πως σε αυτές τις περιπτώσεις ο χρήστης περιορίζεται σε μια εκδοχή της πλατφόρμας μόνο για ανάγνωση.
Στην καρδιά της συναρπαστικής πλατφόρμας, ωστόσο, βρίσκεται η απόφασή της να δώσει στους χρήστες, και όχι σε κάποιο αυτόματο αλγόριθμο, τη δύναμη να αποφασίζουν για το περιεχόμενο που συναντούν. Το Joyn διαχωρίζει το διαδικτυακό του περιεχόμενο σε έξι κατηγορίες: ενημέρωση και πολιτική, προϊόντα και επιχειρήσεις, περιεχόμενο των δημοσίων προσώπων και των influencers, ακτιβισμός και καμπάνιες φιλανθρωπίας, ψυχαγωγία και, τέλος, τοπικές επιχειρήσεις. «Ο κάθε χρήστης έχει τη δυνατότητα να επιλέξει το ποσοστό που επιθυμεί για κάθε κατηγορία ξεχωριστά, και έτσι επανακτά τον έλεγχο του περιεχομένου», αναφέρει ο Τσοπάνης, ενώ προσθέτει πως οι ρυθμίσεις είναι εύκολα προσαρμόσιμες. Για παράδειγμα, για όσους θέλουν να ζουν μέσα στον παλμό της πολιτικής ενημέρωσης κατά τη διάρκεια της εβδομάδας αλλά επιθυμούν την ψυχαγωγία τα Σαββατοκύριακα, το Joyn επιτρέπει τη γρήγορη μετάβαση από το ένα στυλ περιεχομένου στο άλλο με μόλις μερικά κλικ.
Η πραγματική επανάσταση του Joyn, ωστόσο, έρχεται στο κομμάτι της διαχείρισης των δεδομένων. Οι χρήστες της πλατφόρμας επιλέγουν οι ίδιοι σε ποιες εταιρείες επιθυμούν να παρέχουν τα προσωπικά τους δεδομένα, ενώ χάρη στην πρωτοποριακή τεχνολογία αποκέντρωσης blockchain, το Joyn δεν έρχεται ποτέ σε άμεση επαφή με αυτά. Επιπλέον, κάθε φορά που κάποιος χρήστης σκρολάρει πάνω από μια προτεινόμενη διαφήμιση, κερδίζει το 25% της αξίας της σε κρυπτονομίσματα, καθώς όπως ισχυρίζεται ο Τσοπάνης «είναι ανήκουστο να μην κερδίζουν οι χρήστες κάτι από την παροχή των δικών τους δεδομένων». Στην πορεία, ο χρήστης καλείται να ξοδέψει το ηλεκτρονικό του νόμισμα ξεκλειδώνοντας πρόσβαση σε υπηρεσίες όπως την ειδησεογραφική σελίδα των New York Times ή premium content καλλιτεχνών. «Κάθε πολίτης γίνεται ουσιαστικά ο μεσίτης των δεδομένων του», αναφέρει ο νεαρός επιχειρηματίας.
Η πρωτοπόρος ιδέα της ομάδας του Joyn αναμένεται να προχωρήσει σύντομα στην επόμενη φάση, έχοντας ήδη εξάψει το ενδιαφέρον της επενδυτικής κοινότητας. Πλάι στην πρωτοποριακή φιλοσοφία της κρύβεται και μία νότα συναισθηματισμού. «Αποφάσισα να αναπτύξω το Joyn την Ελλάδα –την πατρίδα του πατέρα μου– γιατί μου φάνηκε ο πιο κατάλληλος τόπος», αναφέρει ο Τσοπάνης με φανερή συγκίνηση. «Δεν υπάρχει καλύτερο μέρος για να προσπαθήσει να σώσει κανείς την ψηφιακή, πλέον, δημοκρατία, από τον τόπο γέννησής της», καταλήγει.
Η αντιπρόταση του ιδρυτή της Wikipedia
Μία ακόμη ενδιαφέρουσα αντιπρόταση στο οικοσύστημα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης έρχεται από την πιο αγαπημένη ψηφιακή εγκυκλοπαίδεια της εποχής μας και κυκλοφόρησε μόλις πριν από μερικές μέρες. Το WT:Social αποτελεί το νέο πρότζεκτ του Τζίμι Γουέιλς, του ιδρυτή της Wikipedia, και έπειτα από το πέρας μιας εβδομάδας έχει καταφέρει ήδη να προσελκύσει 160.000 χρήστες στη νεοσύστατη πλατφόρμα. Κυριότερος μαγνήτης για το ενδιαφέρον της κοινωνίας είναι αδιαμφισβήτητα η σημαντική υπόσχεση του Γουέιλς, την οποία συναντά κανείς με το που «προσγειωθεί» στη νέα ιστοσελίδα: «δεν θα πουλήσουμε ποτέ τα δεδομένα σας».
Το WT:Social αλλάζει τη νοοτροπία στο επιχειρηματικό μοντέλο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Αντί να δημιουργεί έσοδα από την κατανάλωση ψηφιακών διαφημίσεων και τη χρήση προσωπικών δεδομένων, το WT:Social βασίζεται εξ ολοκλήρου στη γενναιοδωρία των χρηστών του, όπως άλλωστε λειτουργεί ήδη και η ψηφιακή εγκυκλοπαίδεια του Γουέιλς. Οι ενδιαφερόμενοι που επιθυμούν να εγγραφούν στο νέο social media μπορούν είτε να προσκαλέσουν έναν συγκεκριμένο αριθμό φίλων τους στην πλατφόρμα είτε να πληρώσουν μια συνδρομή που κυμαίνεται στα 90 ευρώ ετησίως. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στους Financial Times, ο Γουέιλς εξήγησε τη φιλοσοφία πίσω από το συνδρομητικό σύστημα που προτείνει, χαρακτηρίζοντας το επιχειρηματικό μοντέλο που βασίζεται στη διαφήμιση «άκρως προβληματικό». «Αποδεικνύεται καθημερινά πως ο μεγαλύτερος νικητής στο παιχνίδι των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι το χαμηλής ποιότητας περιεχόμενο», ανέφερε ο ιδρυτής του WT:Social, ο οποίος πιστεύει πως ο μόνος τρόπος για ένα υγιές social media είναι η αντικατάσταση του «νομίσματος των δεδομένων» με μια συνδρομή.
Το νέο social media δεν υπόσχεται να καλύψει κάθε φάσμα της σύγχρονης εμπειρίας του Facebook – αντιθέτως επιλέγει να επικεντρωθεί στην ειδησεογραφία και στην ενημέρωση. Πράγματι, οι χρήστες του WT:Social συναντούν άρθρα που μοιράζονται στο δίκτυο σε μορφή χρονοδιαγράμματος, με τις νεότερες ειδήσεις να εμφανίζονται πρώτες και όχι αλγοριθμικά με τρόπο που προσπαθεί να προσελκύσει τα ενδιαφέροντά τους. Παράλληλα, όπως ακριβώς και οι επισκέπτες της Wikipedia, έτσι και οι χρήστες του WT:Social θα έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν ενεργά στο περιεχόμενο της πλατφόρμας, προτείνοντας αλλαγές σε παραπλανητικούς τίτλους άρθρων και επισημαίνοντας κείμενα που θεωρούν πως αποτελούν ψευδείς ειδήσεις.
«Θα σας δώσουμε τη δυνατότητα να κάνετε οι ίδιοι τις επιλογές σας σχετικά με το περιεχόμενο που σας εξυπηρετεί και να σηματοδοτείτε το περιεχόμενο που είναι παραπλανητικό», αναφέρει χαρακτηριστικά η γραπτή εισαγωγή που συναντά κανείς πριν γραφτεί στο WT: Social. «Θα προωθήσουμε ένα περιβάλλον όπου οι κακοί χρήστες απομακρύνονται από την πλατφόρμα. Θα λειτουργούμε με βάση το βέλτιστο δυνατό ειδησεογραφικό περιεχόμενο, και όχι τον προϋπολογισμό και τα εταιρικά μας συμφέροντα», συμπληρώνει.
Εκατοντάδες χιλιάδες χρήστες έχουν ήδη αγκαλιάσει το νεοσύστατο WT: Social, και σύμφωνα με τις προβλέψεις ο αριθμός τους αναμένεται να αυξηθεί εκθετικά μέσα στις επόμενες μέρες, Ωστόσο, η τελική επιτυχία του θα εξαρτηθεί από το αν η ευρύτερη κοινωνία είναι έτοιμη να υποδεχθεί μια αλλαγή νοοτροπίας στο επιχειρηματικό μοντέλο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. «Οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει να έχουν δωρεάν πρόσβαση στα social media», αναφέρει επί τούτου η σύμβουλος επικοινωνίας Ζόι Κερνς. Ακόμα και αν το πληρώνουν με το τίμημα των προσωπικών τους δεδομένων, οι χρήστες προς το παρόν επιμένουν στο Facebook.
Source link