Από την έντυπη έκδοση

 

Οι προοπτικές συνεργασίας ελληνικών και γερμανικών εταιρειών στο πεδίο του πράσινου υδρογόνου (που προέρχεται από την ηλεκτρόλυση νερού, με ηλεκτρική ενέργεια που προέρχεται από ΑΠΕ) ήταν ένα από τα κεντρικά θέματα συζήτησης κατά την πρωτοχρονιάτικη εκδήλωση του Ελληνογερμανικού Εμπορικού και Βιομηχανικού Επιμελητηρίου. Καθώς η ανάπτυξη της αγοράς υδρογόνου αναμένεται να συμβάλει καθοριστικά στην επίτευξη του ευρωπαϊκού στόχου για μετάβαση σε καθεστώς κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050, Ελλάδα και Γερμανία «παίρνουν θέσεις» και εξετάζουν ενδεχόμενες συμπράξεις στον τομέα αυτό.

Ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σημείωσε τον ρόλο του υδρογόνου στην πράσινη μετάβαση και στον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η χώρα ως παραγωγός ή και διαμετακομιστής υδρογόνου προς τις ευρωπαϊκές αγορές. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και ο επικεφαλής της καγκελαρίας της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Wolfgang Schmidt, καθώς στο μήνυμά του προς την εκδήλωση ανέφερε ότι η Ευρώπη θα χρειαστεί πράσινο υδρογόνο και η Ελλάδα θα μπορούσε να έχει σημαντική θέση στην προσπάθεια αυτή, ως παραγωγός υδρογόνου από ηλιακή ενέργεια. Όπως είπε, μάλιστα, «στο πεδίο αυτό η Ελλάδα προσφέρει πολλές δυνατότητες, γι’ αυτό δραστηριοποιούνται και γερμανικές εταιρείες στη χώρα».

To θέμα της ανταγωνιστικότητας του πράσινου υδρογόνου έθιξε ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστας Σκρέκας, αναφέροντας ότι το κόστος μιας θερμικής μεγαβατώρας που παράγεται από πράσινο υδρογόνο εκτιμάται σήμερα στα 72 ευρώ, είναι δηλαδή συγκρίσιμο με το κόστος μιας θερμικής μεγαβατώρας από φυσικό αέριο που βρίσκεται στα 74 ευρώ. «Αυτό σημαίνει ότι το πράσινο υδρογόνο θα έρθει στη ζωή μας πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι πιστεύουμε». Και ο πρόεδρος του Δ.Σ. του γερμανικού κολοσσού BASF και πρόεδρος του του Πανευρωπαϊκού Συμβουλίου Χημικής Βιομηχανίας (Cefic) dr. Martin Brudermuller, σημείωσε τον ρόλο της χημικής βιομηχανίας για την πράσινη μετάβαση της βιομηχανίας συνολικά, με το πράσινο υδρογόνο να κατέχει εξέχουσα θέση σε εφαρμογές που μειώνουν το τεχνολογικό αποτύπωμα σε κλάδους όπως η τσιμεντοβιομηχανία. Σημειώνεται ότι η BASF υπέγραψε τον περασμένο Μάιο Μνημόνιο Συνεργασίας με την επίσης RWE (που έχει συστήσει κοινοπραξία με τη ΔΕΗ Ανανεώσιμες για την ανάπτυξη φωτοβολταϊκών πάρκων 2 GW στην Ελλάδα) για την παραγωγή υδρογόνου μηδενικού ανθρακικού αποτυπώματος. Η τεχνογνωσία που θα αναπτυχθεί θα μπορούσε προφανώς να μεταλαμπαδευθεί στην Ελλάδα τα επόμενα χρόνια…

Αν και το πράσινο υδρογόνο θεωρείται το καύσιμο του μέλλοντος, εντούτοις αυτή τη στιγμή αναλογεί μόλις στο 5% της συνολικής παραγωγής υδρογόνου της Ε.Ε. (με το υπόλοιπο 95% να παράγεται από ορυκτά καύσιμα), η οποία με τη σειρά της αντιπροσωπεύει μόλις το 2% του ενεργειακού μίγματος της Ένωσης. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι το πράσινο υδρογόνο παρουσιάζει πολύ υψηλότερο κόστος (σε σχέση με το «γκρι» υδρογόνο που παράγεται από φυσικό αέριο), σημαντική κατανάλωση ενέργειας και απώλειες.

Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ) εκτιμά ότι έως το 2030 το κόστος παραγωγής πράσινου υδρογόνου μπορεί να μειωθεί κατά 30%, λόγω της μείωσης του κόστους των ΑΠΕ, του κόστους παραγωγής των ηλεκτρολυτών, και της ευρύτερης κλίμακας της τεχνολογίας. Σε αντίστοιχη μελέτη του Hydrogen Council οι εκτιμήσεις για τη μείωση κόστους έως το 2030 αγγίζουν το 50%. Στο πλαίσιο αυτό, σύμφωνα με έρευνες που επικαλείται το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ένα σημαντικό μέρος του ενεργειακού μίγματος της Ε.Ε. θα μπορούσε να προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας το 2050, εκ των οποίων το υδρογόνο θα μπορούσε να καλύπτει το 20%, ειδικότερα το 20%-50% της ενεργειακής ζήτησης στον τομέα των μεταφορών και το 5%-20% στον βιομηχανικό τομέα.

Νέες ευκαιρίες συνεργασίας

Ανοίγοντας την εκδήλωση του Ελληνο-γερμανικού Επιμελητηρίου, ο πρόεδρός του Κωνσταντίνος Μαραγκός υπογράμμισε ότι η Γερμανία αποτελεί σημαντικό στρατηγικό επενδυτικό εταίρο της Ελλάδας, επενδύοντας ετησίως περί το 1 δισ. ευρώ -κατά μέσο όρο- τα τελευταία χρόνια. Αναφερόμενος στην επόμενη μέρα της ελληνικής οικονομίας, σημείωσε ότι «η Ελλάδα έχει ήδη εισέλθει σε έναν νέο κύκλο ισχυρής ανάπτυξης με προσδοκώμενη μεγάλη διάρκεια. Σε αυτό το οικονομικό περιβάλλον, η Γερμανία θα συνεχίσει να ασκεί πρωταγωνιστικό ρόλο στο πεδίο των επενδύσεων και δη των πράσινων επενδύσεων».

Ο γενικός διευθυντής και μέλος Δ.Σ. του Ελληνογερμανικού Επιμελητηρίου, δρ. Αθανάσιος Κελέμης, τόνισε ότι «καθώς η διεθνής κοινωνία και οικονομία είναι έτοιμες να βγουν από την πανδημική κρίση, η Ελλάδα συνεχίζει να έχει συνοδοιπόρο της τη  Γερμανία… Η ανάπτυξή της θα βασιστεί σε μεγάλο βαθμό στο εθνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, παραμένοντας ως οικονομία απόλυτα εναρμονισμένη στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας».

Τέλος, ο επικεφαλής Εξωτερικού Εμπορίου και μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της Κεντρικής Ένωσης Εμπορικών και Βιομηχανικών Επιμελητηρίων Γερμανίας (DIHK), dr. Volker Treier, ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι «η Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία βρίσκεται δικαίως στο επίκεντρο των ελληνογερμανικών οικονομικών σχέσεων. Ειδικά στους τομείς της ενέργειας, του υδρογόνου, της διαχείρισης απορριμμάτων και της ανακύκλωσης αναδεικνύονται νέες ευκαιρίες συνεργασίας στις ήδη στενές οικονομικές σχέσεις μεταξύ γερμανικών και ελληνικών επιχειρήσεων».



Source link

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *